- κατοιάδες
- κατοιάδες, αἱ, ([etym.] ὄϊς)A leading the sheep,
αἶγες Paus.9.13.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἶγες Paus.9.13.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοιάδες — κατοιάδες, αἱ (Α) (για γίδες) αυτές που οδηγούν τα πρόβατα («ταῑς δὲ ποίμναις ἡγεμόνες τῆς πορείας ἦσαν αἶγες κατοιάδας οἱ ποιμένες ὀνομάζουσιν αυτάς», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. ισχ άς, κορυφ άς)] … Dictionary of Greek
κατοιάδας — κατοιάδες leading the sheep fem acc pl κατοιάς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)